- ατμοδόκη
- Όρος που αναφέρεται σε μηχανές πολλαπλής απομόνωσης και προσδιορίζει τον χώρο στον οποίο εκρέει ο ατμός από τον κύλινδρο της ψηλής πίεσης και περιμένει την κατάλληλη στιγμή για να μπει στον κύλινδρο της χαμηλής. Για την αποφυγή απωλειών πίεσης του ατμού κατά τη μετάβασή του από τον ένα κύλινδρο στον άλλο, πρέπει η α. να έχει όγκο όσο γίνεται μεγαλύτερο.
* * *και ατμοδόχος, ηθαλαμίσκος σε σχήμα θόλου που προεξέχει στο υψηλότερο μέρος του ατμοθαλάμου, με προορισμό τον καλύτερο διαχωρισμό ατμού και νερού.
Dictionary of Greek. 2013.